- περιπεταστός
- -ή, -όν, Α [περιπετάννυμι]1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπεταστόν — περιπεταστός spread round masc acc sg περιπεταστός spread round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)